Κορσικῆς

Κορσικῆς
Κορσική
fem gen sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… …   Dictionary of Greek

  • Πάολι — I (Paoli). Επώνυμο δύο Κορσικανών στρατιωτικών. 1. Πασκουάλε (Μπάστια 1725 – Λονδίνο 1807). Σπούδασε στη Νεάπολη. Μετά το τέλος των σπουδών του ακολούθησε τον στρατιωτικό κλάδο και έγινε αξιωματικός στον στρατό της Νεάπολης. Την άνοιξη του 1755… …   Dictionary of Greek

  • αγριοπρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των κοιλοκέρων. Τα αρσενικά έχουν ύψος στο ακρώμιο περίπου 0,70 μ., μήκος έως 1,20 μ., βάρος 40 50 κιλά, κυρτά κέρατα πολύ χοντρά στη βάση και τους χειμερινούς μήνες μια χαίτη γύρω στον λαιμό. Τo θηλυκό… …   Dictionary of Greek

  • Αιάκιο — (Aiaccio και Ajaccio). Πόλη (49.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Κορσικής, στη βόρεια πλευρά του ομώνυμου κόλπου, το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο του νησιού μετά την Μπαστιά. Είναι τουριστικό κέντρο χάρη στην ομορφιά των γεμάτων δάση περιχώρων… …   Dictionary of Greek

  • Αλερία — (Αleria). Χωριό (2.000 κάτ.) της Κορσικής στην ανατολική ακτή της, κοντά στην εκβολή του ποταμού Ταβινιάνο, γνωστό και ως Αλαλία. Κύριες ασχολίες των κατοίκων του είναι η γεωργία και η αλιεία. Η Α. είναι χτισμένη στον χώρο της αρχαίας Αλαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • Στεφανόπολις — Επώνυμο γνωστής στους χρόνους της τουρκοκρατίας οικογένειας της Μάνης, της οποίας πολλά μέλη, το 1675 1676, εγκαταστάθηκαν στην Κορσική. Αναφέρεται και ως Στεφανόπουλος. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πήραν το επώνυμο Στεφανόπουλος από το… …   Dictionary of Greek

  • Κορσικανός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Κορσικής ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Corsicano] …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”